Βλέπω ξανά και ξανά τις ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του ’60 που καθρεφτίζουν την Ελλάδα της παιδικής μου ηλικίας. Εκτός του ότι είναι ξεκαρδιστικές
(γελάω εύκολα, δεν έχω απαιτήσεις), παρέχουν πλήθος πληροφοριών για τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας και του πολιτισμού μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Τα ήθη που περιγράφονται σε αυτές (η θέση των γυναικών, ο ρόλος του γάμου, η επιδίωξη της επιτυχίας και του χρήματος, οι οικογενειακές και ταξικές σχέσεις) αναδεικνύουν ιστορικά υπολείμματα –της Τουρκοκρατίας, της προσφυγιάς, των πολέμων– και την ίδια στιγμή την επιθυμία για «πρόοδο», για προσάρτηση της Ελλάδας στον μοντέρνο κόσμο. Ετσι η Μαίρη Χρονοπούλου, ως ψευτοχειραφετημένη «κυρία στα μπουζούκια», τραγουδάει «στο ένα χέρι το τσιγάρο, στο άλλο χέρι το μπεγλέρι», ένα άσμα που εικονογραφεί τον ελληνικό τρόπο ζωής, στον οποίον περιλαμβάνονται επίσης το τσεμπέρι και το καντηλέρι. Επιπλέον, ενώ σε τέτοιες ταινίες αναζητείται συνήθως νύφη ή γαμπρός από το Λονδίνο ή από το Παρίσι, στο τέλος η νύφη και ο γαμπρός από το Περιστέρι αποδεικνύονται καλύτεροι· τίμιοι και αυθεντικοί παρά το έλλειμμα φινέτσας
Οι πατριωτικές αξίες τελικά θριαμβεύουν: ζούμε στην Ψωροκώσταινα, είμαστε φτωχοί. Επίσης, δεν μπορείς να παντρευτείς αν δεν παντρέψεις πρώτα την αδερφή σου. Ομως όλα αυτά μάς αρέσουν! Αλλωστε τα ευρωπαϊκά ήθη διαλύουν την οικογένεια και τα αισθήματα, κάνουν τους άντρες γυναίκες και τις γυναίκες άντρες. Και μολονότι το ροκ εντ ρολ έχει πλάκα, δεν μπορεί να συναγωνιστεί το ζεϊμπέκικο. Κοντολογίς, οι ελληνικές κωμωδίες, όπως οι περισσότεροι Ελληνες (δηλαδή το κοινό αυτών των κωμωδιών), παρατηρούν από μακριά τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, τον δοκιμάζουν και τον απορρίπτουν.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι τη μεταπολίτευση, οι ελληνικές κωμωδίες συνέβαλαν επίσης στην κατασκευή ενός εξωτικού τουριστικού προϊόντος: στο λανσάρισμα μιας Ελλάδας «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου», η οποία προσφέρει έντονο couleur locale με οριενταλιστικά και αρχαιολατρικά στοιχεία. Ετσι στο φιλμ «Οι θαλασσιές οι χάντρες» ο Κώστας Βουτσάς πουλάει τσολιαδάκια στην Ακρόπολη παραπονούμενος για τη φτώχεια του στον αναπόφευκτα κατάξανθο Αμερικανό πελάτη. Επειτα ο Αμερικανός
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι τη μεταπολίτευση, οι ελληνικές κωμωδίες συνέβαλαν επίσης στην κατασκευή ενός εξωτικού τουριστικού προϊόντος: στο λανσάρισμα μιας Ελλάδας «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου», η οποία προσφέρει έντονο couleur locale με οριενταλιστικά και αρχαιολατρικά στοιχεία. Ετσι στο φιλμ «Οι θαλασσιές οι χάντρες» ο Κώστας Βουτσάς πουλάει τσολιαδάκια στην Ακρόπολη παραπονούμενος για τη φτώχεια του στον αναπόφευκτα κατάξανθο Αμερικανό πελάτη. Επειτα ο Αμερικανός
καταλήγει στο σπίτι του μικροπωλητή, απολαμβάνει τη μαγειρική της Ελληνίδας μάνας και προσφέρει επιχειρηματικές συμβουλές στον μικροπωλητή. «Δεν ξέρετε να κάνετε δουλειές στην Ελλάδα», του λέει. Αργότερα δε, όταν ο Βουτσάς κακομιλάει στην αρραβωνιαστικιά του, ο Αμερικανός τον επιπλήττει για τη φαλλοκρατική συμπεριφορά του. Την ίδια ώρα ολόγυρα σπάνε πιάτα.
Οχι, δεν γίνεται καβγάς...·
H Ελλάδα διασκεδάζει....
ANEMOΣ