Από Δώρα Σαμαρά
Ασάλευτο το κορμί μου, όρθιο στέκεται στη σκοτεινή γωνία. Τα χέρια μου βαριά, κρέμονται αδύναμα δίπλα στο υπόλοιπο κορμί μου, που μουδιασμένο ρίζωσε σε τούτη τη γωνία. Λίγα βήματα μόνο πιο πέρα από σένα…
Λίγα βήματα μετρημένα με το βλέμμα μου που πάνω στην εικόνα σου σκάλωσε βουρκωμένο.
Ανάσες γρήγορες, κόφτες…
Η δικές μου μέσα μου εισχωρούν μουδιασμένες και πονούν και οι δικές σου ξεγλιστρούν με λαχτάρα πάνω σε ένα ζευγάρι χείλη ξένα. Εσύ να παραδίνεσαι πάνω στο φιλί τους κι εγώ να αγκαλιάζω την απόγνωση με χείλη δαγκωμένα.
Κοιτώ τα χέρια της τρυφερά να τυλίγονται γύρω από το κορμί σου και να κλέβουν όλη τη ζεστασιά της αγκαλιάς της δικής μου. Χέρια που σε ραίνουν με έρωτα,τη στιγμή που τη σάρκα μου ξεσκίζουν και την καρδιά μου με βία ξεριζώνουν.
Προσπαθώ να ανασάνω, μα τα πνευμόνια μου αρνούνται να δεχτούν αέρα. Έχουν παγώσει τα μάτια μου πάνω στην εικόνα σου και στο μυαλό μου οι σκέψεις τρέχουν ακυβέρνητες και συγκρούονται μεταξύ τους. Πλημμυρισμένος ο νους με τόσα ερωτήματα, αναζητά να βρει σανίδα σωτηρίας, να πιαστεί από κάπου, να καταλάβει. Μπερδεμένα μέσα μου μύρια συναισθήματα παλεύουν μεταξύ τους. Να νιώσω λύπη ή θυμό; Μίσος ή συγχώρεση να δώσω; Για μένα ή για σένα; Για ποιον;
Ποιανού την προδοσία να σηκώσει πρώτη η ψυχή μου; Τη δική μου ή τη δική σου; Εσύ προδωσες εμένα κι εγώ την ίδια την αγάπη μου για σένα. Την αγάπη που δεν κατάλαβα ποτέ πώς μπορούσα να την κρατήσω με χέρια τρύπια;
Πονάω για σένα που δεν σε είδα-τόσο τυφλή για χρόνια-να γλιστράς και να χάνεσαι, να σκορπίζεσαι στο χώμα το τόσο διχασμένο. Μα για μένα το να νιώσω; Τι; Να νιώσω οίκτο ή θυμό που δεν κατάφερα τρόπο να βρω να σε κρατήσω σφιχτά μέσα στη ζωή μου;
Κι ύστερα σε κοιτώ ξανά να την κοιτάς-με βλέμμα που ξόδευες σε μένα μονάχα-και μετακινείται ο θυμός από την καρδιά και πάει στο μυαλό μου.
Πες μου τι δε σου’δωσα; Πες μου πότε έγινα τόσο πολύ διάφανη για σένα,που δε με έβρισκες πια να με κοιτάξεις; Πότε έγινε η αγάπη μου τόσο πολύ λίγη,που δεν αρκούσε πια τη δίψα σου να σβήνει; Που δεν αρκούσε να γεμίσει της ζωής μας τα κενά;
Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξα πιο αόρατη για σένα από οτι τούτη τη στιγμή. Μια σκιά ήμουνα για σένα… Μια σκιά!
Σερνομουν πάνω στους τοίχους της ζωής σου, ελπίζοντας κρυφά πως ίσως μια μέρα γινομουν εγώ όλα τα χρώματά σου.Εκείνα που θα βάφανε πολύχρωμες τις μέρες και τις νύχτες σου.
Μια σκιά…
Μια σκιά κι αυτό το βράδυ λίγα μόνο μέτρα μακρυά σου. Κρυμμένη πίσω από το φως το αχνό τούτου του φανοστάτη, που μάρτυρας σιωπηλός γίνεται της διπλής μας προδοσίας.
Κατεβάζω το κεφάλι και τα χέρια μου κοιτώ. Δεν έμεινε μήτε μια στάλα από σένα να κρατήσουν. Κι όσο εσύ γλιστρούσες μέσα από τη ζωή μου, χέρια ξένα μάζευαν τα κομμάτια σου και τα συναρμολογούσαν.
Σε πρόδωσα, αγάπη μου.
Σε πρόδωσα τη στιγμή που μέσα σου γεννούσα την προδοσία τη δική σου.
Συγχώρα με, αγάπη μου.
Συγχώρα με που δεν βγαίνει μήτε η φωνή να σου φωνάξω πως είμαι εδώ και σ’αγαπάω ακόμη. Και επιμένω ακόμη να σε χρειάζομαι και να ανασαίνω για σένανε μοναχά. Συγχώρα με που δεν ξέρω ακόμη ποιον από τους δύο μας πρέπει πιότερο να μισήσω…
Δωροθέα Σαμαρά