Παίδες μου αγαπημένοι, διακόπτω και πάλι την εργασιακή σάγκα μου στη Σαντορίνη γιατί τα σχόλιά σας την περασμένη βδομάδα ξύπνησαν θλιβερές αναμνήσεις μέσα μου και επείγομαι να τις μοιραστώ μαζί σας.
Όταν πρωτοπήγα σε μπαρ γυρίζοντας από το Λονδίνο, παίδες μου αγαπημένοι, είχα μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία που μου έδωσε μια απολύτως ξενέρωτη απάντηση στο απολύτως καυτό ερώτημα "πώς το κάνετε εσείς εδώ, γιατί δεν ξέρω πώς το κάναμε εμείς εκεί" - το flirt, το σεξ, το νταβαντούρι, ρε παιδί μου. Πήγα, που λέτε, τη δεύτερη μέρα επιστροφής να το κάψω και να ξανασυνδεθώ με το παλιό παρεάκι μου - τρεις μαντράχαλους από εποχή Μωραϊτη και την κάποτε κολλητή μου από τη σχολή. Είχα να τους δω αιώνες - το μόνο που θυμόμουν ήταν ότι έκαναν γαμάτα σκονάκια (οι δύο πρώτοι) και έπιναν σα φίδια (άπαντες). Πέσανε λοιπόν τα σχετικά μηνύματα στο facebook, ρυθμιστήκαμε και το επόμενο βράδυ μας βρήκε έξω από το 6 dogs με μπύρες. Η βραδιά φάνηκε εξαρχής ότι δεν πήγαινε και για Νόμπελ ξεφαντώματος. Οι παλιοί φίλοι, τελικά, ανταποκρίνονται στον ορισμό τους: είναι παλιοί. Έχεις να δεις άνθρωπο πάνω από 7 χρόνια; Ας τον να πάει στο διάολο, ρε παιδί. Θα απογοητευτείς λέμε, μην επιμένεις. Είναι άλλος άνθρωπος. Το επιβεβαιώνει και η επιστήμη: Όλα του τα κύτταρα έχουν αλλάξει και τα δικά σου επίσης. Ούτε η σπλήνα σου δεν τον αναγνωρίζει πια.
Τες πα. Τα ψιλοείπαμε, τα ψιλοήπιαμε και ψιλοκοιτούσαμε τα ρολόγια ικετεύοντας το ποτάμι του χρόνου να γίνει χείμαρρος και να μας απαλλάξει από τα φαντάσματα του παρελθόντος που γαμούσαν το παρόν μας ασύστολα (ώστε παντρευτήκατε με τη Μίλη; Έλα, ρε συ, ωραία. Βάλατε μπροστά και για παιδάκι; Μπράβο, ρε συ. Χαρά η κυρία Λίνα, φαντάζομαι. Γκαρσόν, φέρε μια διπλή τεκίλα κίτρινη, στρέιτ, μια ασπιρίνη και το Όσκαρ πρωτοτύπων διαλόγων)
Επειδή όμως υπέμενα αδιαμαρτύρητα τη βαρεμάρα των αναμνήσεων που αρνήθηκαν να ξυπνήσουν, ο κοσμικός Άγιος Βασίλης μου έστειλε ένα δωράκι για την υπομονή μου. Ξαφνικά διέσχισε το μπαρ ένα παιδί δυο μέτρα, μαυρομάτικο σαν φασόλι, μελαχρινό, δεμένο και μπάνικο - σαν τον Κεν σε Ρομά, ένα πράμα. Όπως καταλαβαίνετε η εσωτερική μου φωνή ούρλιαξε από χαρά - ίσως και η εξωτερική, τώρα που το σκέφτομαι, γιατί και οι τρεις άντρες της παρέας στράβωσαν. Τους έγραψα φυσικά και συνέχισα να κοζάρω κατά τη μεριά του αγοριού απέναντι. Το αγόρι το απέναντι ανταποκρινόταν πλήρως, παίδες μου (όχι που να το παινευτώ, αλλά είμαι σαν τηλεόραση παλιάς τεχνολογίας σ´ αυτόν τον τομέα: μια ακτινοβολία την έχω ακόμα και σε φάση απενεργοποίησης) Είχε πάρει την κολακευτική την ποζισιόν 3/4 και έπινε αργά και γοητευτικά τα ποτά του κοιτάζοντάς με κατευθείαν στα μάτια. Αρχικά ενθουσιάστηκα, παρήγγειλα πιο σέξι ποτό (strawberry daiquiri που πίνουν τα κορίτσια, όχι τεκίλες στρέιτ που πίνουν οι Κουβανοί μετανάστες και τα νυχτόβια αλκοόλια) και καρφώθηκα. Μετά από μισή ώρα είχα πιει 3 daiquiri (3x8 ευρώ=24), είχε πιαστεί το σαγόνι μου από το γοητευτικό χαμόγελο τύπου Τζοκόντας και κόντευα να πάθω ξηροφθαλμία από το κοζάρισμα. «Ρε μαλάκα, πώς το χειρίζεται αυτός το θέμα;» ρωτάω την τέως κολλητή με την οποία είχα ακόμα ίχνη ενδοεπικοινωνίας. «Νιώθω σαν τσόντα. Είναι φανερό ότι με βλέπει και φτιάχνεται. Γιατί, λοιπόν, δεν μου την πέφτει;».
-Σιγά μη σου την πέσει, μουρμούρισε δυσοίωνα η (οριστικά, πια) τέως φίλη. Ο άνθρωπος είναι κούκλος
-Ναι, αλλά με κοζάρει τόση ώρα
-Ε, περιμένει να του την πέσεις εσύ.
Ο,τι θέλει ο πελάτης, είπα και ξεκίνησα με φόρα να κατακτήσω τον αρσενικό εξκάλιμπερ. Τη φόρα όμως μου ανέκοψε ο Γιάννης.
-Επ, τι πα να κάνεις, ρε άτομο;
-Να πλαγιοκοπήσω τον εχθρό απέναντι
-Μη δείχνεις μωρή, ρόμπες γίναμε (Γεράσιμος)
-Πας καλά; Θα πας έτσι, καρφί; Και τι θα του πεις; Σε γουστάρω; (Γιάννης)
-Στο περίπου. Αυτό θα είναι το γενικό νόημα, αλλά με καλολογικά στοιχεία
-Ούτε να το σκέφτεσαι. Άντρας είναι. Θα το βάλει στα πόδια, ρε μαλάκα (Μυρσίνη)
-Γιατί; (εγώ)
-Γιατί οι άντρες γουστάρουμε το κυνήγι. (Γεράσιμος)
-Δεν το βλέπω, αλλά συνέχισε (εγώ)
-Ξενερώνουμε τρελά όταν ο λαγός έρχεται και παραδίνεται μόνος του. (Γεράσιμος και Γιάννης με μια φωνή)
-Ε, λοιπόν, κι ο λαγός ξενερώνει άμα τον έχεις στο περίμενε, για ώρες. Εδώ είναι πιο πιθανό να πεθάνει από γηρατειά παρά από τα σκάγια σας (εγώ).
Πες τε με ανόητη, παίδες μου αγαπημένοι, πες τε με εγωίστρια, αλλά δεν πίστεψα ούτε ένα λεπτό ότι θα προσέγγιζα έναν άντρα που με κοίταγε τόση ώρα και θα τον έτρεπα σε φυγή. Πήρα, λοιπόν, το ποτό και τον καπνό μου και προσάραξα δίπλα στον Ρομά.
-Οι φίλοι μου έβαλαν στοίχημα πως αν σε πλησίαζα εγώ θα το ‘βαζες στα πόδια, του είπα ξεκούδουνα. Τι λες; Θα κερδίσουν αυτοί ή εσύ;
Με κοίταξε σαν να ήμουν η vampire slayer.
-Μα, εγώ δεν έχω βάλει κανένα στοίχημα, είπε με αρχόμενο άγχος, πώς να κερδίσω; Αυτή ήταν και η τελευταία φράση που άκουσα το στόμα του, παίδες. Έφυγε από το μπαρ με ταχύτητα Αιθίοπα κατοστάρη. Μου άφησε όμως δώρο το ηθικό δίδαγμα: στη νέα Ελλάδα τα αγόρια δεν την πέφτουν, πια, γιατί δεν είναι τίποτα πέφτουλες. Επίσης, δεν γουστάρουν καθόλου να τους την πέφτουν γιατί ευνουχίζονται ως αρσενικά και ως κυνηγοί. Το πώς αναπαράγεται το ανθρώπινο είδος είναι ένα θαύμα - και όταν, τελικά, αναπαράγεται το τελικό προϊόν, είναι ο Άδωνις!